φθισικός

φθισικός
η и ιά, ο туберкулёзный; чахоточный (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φθισικός" в других словарях:

  • φθισικός, -ή — και ιά, ό και φτισικός, ή και ιά, ό αυτός που πάσχει από φθίση (βλ. λ.), ο φυματικός, ο χτικιάρης, ο χτικιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθισικός — consumptive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικός — ή, ό / φθισικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φτισικός, ή, ό και τ. θηλ. φτισικιά Ν [φθίσις] αυτός που πάσχει από φθίση, φυματικός νεοελλ. μτφ. (στην ποίηση) αυτός που μοιάζει να έχει φθίση («ο άρρωστος Φθινόπωρος, μ όψη φθισική», Βιζυην.) …   Dictionary of Greek

  • φθισικῶν — φθισικός consumptive fem gen pl φθισικός consumptive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικόν — φθισικός consumptive masc acc sg φθισικός consumptive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοῖς — φθισικός consumptive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοῖσι — φθισικός consumptive masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοῖσιν — φθισικός consumptive masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοί — φθισικός consumptive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοῦ — φθισικός consumptive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικούς — φθισικός consumptive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»